- καίσιο
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cs. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλκαλίων, έχει ατομικό αριθμό 55, ατομική μάζα 132,91 και ένα μόνο φυσικό σταθερό ισότοπο. Το κ. βρίσκεται στη φύση μαζί με άλλα στοιχεία σε ορισμένα ορυκτά· το πλουσιότερο σε κ. ορυκτό είναι ο πολλουσίτης, ένα διπλό πυριτικό άλας αργιλίου και κ. Αν και είναι αρκετά διαδεδομένο, το κ. σπανίζει και αποτελεί μόνο το 0,007% του γήινου φλοιού. Βρίσκεται σε ανιχνεύσιμα ποσά σε φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς, μεταλλικά νερά και εδάφη. Το ανακάλυψε για πρώτη φορά φασματοσκοπικά ο Κίρχοφ το 1860, αλλά μόλις το 1881 απομονώθηκε από τον Σέτενμπεργκ με ηλεκτρόλυση του λιωμένου κυανιούχου άλατος παρουσία κυανιούχου βαρίου.
Είναι λευκό, αργυρόχρωμο μέταλλο, με σημείο τήξης 28,45°C και ειδικό βάρος 1,9. Διασπά βίαια το νερό με έκλυση υδρογόνου· στον αέρα αναφλέγεται μόνο του και καίγεται με πολύ φωτεινή φλόγα. Συμπεριφέρεται ως μονοσθενές. Είναι γνωστά πολυάριθμα άλατα του κ., ορισμένα από τα οποία χρησιμοποιούνται στην ιατρική, η υψηλή όμως τιμή τους εμποδίζει την ευρεία βιομηχανική εφαρμογή τους.
Λόγω της ιδιότητάς του να εκπέμπει ηλεκτρόνια όταν προσβάλλεται από το φως, το κ. είναι χρήσιμο σε μερικούς τύπους φωτοηλεκτρικών κυττάρων. Ένα ραδιενεργό ισότοπο του κ., το 137Cs, χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, αντικαθιστώντας το 60Co (κοβάλτιο 60) στη θεραπεία του καρκίνου. Τα πλεονεκτήματα του137Cs είναι η πλέον ασφαλής δοσολογία των ακτινοβολιών και η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής· και τα δύο οφείλονται στη μεγαλύτερη ημιζωή του –27 χρόνια– σε σχέση με το 60Co, που έχει ημιζωή 5 χρόνια και 4 μήνες.
* * *τοχημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα τών αλκαλίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. caesium < λατ. caesius «φαιοκύανος»].
Dictionary of Greek. 2013.